ἀίξας — ἀίξᾱς , ἀίσσω shoot aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀΐξᾱς , ἀίσσω shoot aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMPHINOMUS — I. AMPHINOMUS Philosophus, scripta quaedam Geometrica reliquit; Proclo laudatus, Commentar in Euclid. l. 1. et Vossio, de Scient. Mathem. c. 54. §. 17. Quô tempore vixerit, incertum. Nic. Lloydius. II. AMPHINOMUS unus ex procis penelopes a… … Hofmann J. Lexicon universale
κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… … Dictionary of Greek
λικριφίς — (Α) επίρρ. πλαγίως, από τα πλάγια («λικριφὶς ἀΐξας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχρι φίς, με ανομοίωση δασέων ( χ > κ ) και τροπή τού ε σε ι < λέχριος «εγκάρσιος, πλάγιος» + φις< φι, κατάλ. τής παλαιάς οργανικής πτώσης με υστερογενές ς… … Dictionary of Greek